μουσκλιάζω

μουσκλιάζω
[μούσκλι]
1. γεμίζω μούσκλια
2. γίνομαι σκυθρωπός, κατσουφιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μουσκώ — μουσκῶ (Μ) κατσουφιάζω από τη στενοχώρια μου, σκοτεινιάζει η όψη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *μοῦσκος / *μοῦσκο (< ιταλ. musco «βρύο»), πρβλ. μούσκλι > μουσκλιάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”